Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

Εκκλησιαστικοί Πατέρες.


Εκκλησιαστικοί Πατέρες ή Πατέρες της Εκκλησίας ονομάζονται οι εκκλησιαστικοί θεολόγοι και συγγραφείς κυρίως κατά τους πρώτους πέντε αιώνες του Χριστιανισμού, οι οποίοι άσκησαν μεγάλη επιρροή. Δεν ανακηρύχτηκαν όλοι οι Πατέρες άγιοι. Σε αυτούς δεν περιλαμβάνονται συνήθως οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, αν και στην πρώτη Χριστιανική εκκλησία κάποια από τα έργα των Εκκλησιαστικών Πατέρων θεωρούνταν ότι αποτελούσαν μέρος του Βιβλικού κανόνα.
Με κριτήριο τη γλώσσα τους, οι Εκκλησιαστικοί Πατέρες διαχωρίζονται σε
Έλληνες (Εκκλησιαστικούς) Πατέρες και σε
Λατίνους (Εκκλησιαστικούς) Πατέρες.
Αποστολικοί Πατέρες.
Αποστολικοί Πατέρες αποκαλείται ένα σύνολο χριστιανών συγγραφέων οι οποίοι έζησαν μετά την αποστολική περίοδο και συνέγραψαν έργα που χρονολογούνται κατά κύριο λόγο στα τέλη του 1ου και τις αρχές του 2ου αιώνα   μ. Χ. Για αρκετούς από τους αυτούς δεν υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες, ενώ θεωρείται πιθανό ότι ορισμένοι από αυτούς γνώριζαν προσωπικά κάποιους από τους Αποστόλους. Τα έργα τους αποτελούν βασική πηγή πληροφοριών σχετικά με την Χριστιανοσύνη των δύο ή τριών γενεών μετά τους Αποστόλους του Ιησού.
Αρχικά αποκαλούνταν απλώς «αποστολικοί», στα λατινικά apostolici. Το όνομα «Αποστολικοί Πατέρες» δεν αποτελεί αρχαία παραδοσιακή ονομασία αλλά χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά κατά τον 6ο αιώνα, αφού πρώτα αναπτύχθηκε η αντίληψη περί της αυθεντίας των Πατέρων της εκκλησίας. Εντούτοις, το όνομα αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε ευρύτερα παρά μόνο από τον 17ο αιώνα  και έπειτα. (Το 1672 ο Γάλλος λόγιος Κοτελιέ (Jean-Baptiste Cotelier) εξέδωσε το δίτομο έργο Sanctorum Patrum qui temporibus apostolicus floruerunt, Barnabae, Clementis, Hermae, Ignatii, Polycarpi, opera edita et inedita, vera et suppositicia, χρησιμοποιώντας τον όρο «Άγιοι Πατέρες που έδρασαν κατά τους Αποστολικούς Χρόνους». Το 1693 ο Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι Γουίλιαμ Γουέικ εξέδωσε ένα μεταφραστικό έργο με τίτλο Τhe Genuine Epistles of the Apostolical Fathers, δηλαδή «Οι Γνήσιες Επιστολές των Αποστολικών Πατέρων». The Canon of the New Testament, Bruce M. Metzger, 1987, Oxford University Press, σελ. 39)
Στους συγγραφείς αυτούς περιλαμβάνονται ο Κλήμης Ρώμης, ο Ιγνάτιος, ο Πολύκαρπος, ο Ερμάς, ο ψευδο-Βαρνάβας (πιθ. Αλεξανδρείας), ο Παπίας και οι ανώνυμοι συγγραφείς των έργων Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων, Επιστολή προς Διόγνητον, Επιστολή Βαρνάβα, και το Μαρτύριον Πολυκάρπου. Δεν θεωρούνται όλα τα περιεχόμενα των έργων των Αποστολικών Πατέρων ίσης θεολογικής αξίας, αλλά ως σύνολο είναι τα πιο πολύτιμα συγγράμματα από ιστορικής άποψης πέραν της Καινής Διαθήκης.
Άλλοι συγγραφείς εκείνης της περιόδου, όπως ο Βαλεντίνος και ο Μαρκίων, δεν περιλαμβάνονται κάτω από αυτό τον τίτλο καθώς θεωρήθηκαν αιρετικοί.
Απόστολος Βαρνάβας.
Ο Απόστολος Βαρνάβας (, Κύπρος ; - 61 μ.Χ., Σαλαμίνα, Κύπρος) ήταν ένας από τους πρώτους χριστιανούς, ο οποίος μαζί με τους δώδεκα αποστόλους βοήθησε στη διάδοση του Ευαγγελίου. Ακολούθησε τον Απόστολο Παύλο στις περιοδείες του και είχε για βοηθό του τον ανεψιό του Ευαγγελιστή Μάρκο. Ήταν προφήτης και δάσκαλος στην Αντιόχεια. (Πράξεις 11:23, 24· 13:1).  Αν και δεν ήταν ένας από τους 12 αποστόλους, περιγράφεται ως «απόστολος» καθώς «ήταν σταλμένος από το Άγιο Πνεύμα» ( Πράξεις 14:14)
Τιμάται ως άγιος από την Λουθηρανική, την Αγγλικανική, την Καθολική και την Ορθόδοξη εκκλησία.
Υπήρξε πιθανώς ένας από τους εβδομήκοντα αποστόλους που απέστειλε ο Ιησούς Χριστός να κηρύξουν το ευαγγέλιο της Βασιλείας του Θεού  (Λουκάς 10:1, 9, 11· Πράξεις 14:21, 22).
Γεννήθηκε στην Κύπρο, αλλά όταν κλήθηκε να υπηρετήσει τον Κύριο, φαίνεται πως βρισκόταν στην Παλαιστίνη, εκεί όπου ήταν και οι δώδεκα απόστολοι (Πράξεις 4:33-37).
Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωσής ή Ιωσήφ και ήταν Ιουδαίος Λευίτης. Οι απόστολοι του έδωσαν το όνομα «Βαρνάβας», το οποίο και σημαίνει «υιός παρακλήσεως», δηλαδή «γιος παρηγοριάς» (Πράξεις 4:36), ίσως επειδή παρηγορούσε τους φτωχούς και στερημένους όπως π.χ. στην περίπτωση του Πράξ. 4:37 όπου πούλησε αγρόκτημα που είχε στην κατοχή του και παρέδωσε ολόκληρο το αντίτιμο στο κοινό ταμείο της εκκλησίας. Ήταν θείος του ευαγγελιστή Μάρκου (Κολ. 4:10), αφού η μητέρα του Μάρκου ήταν αδελφή του Βαρνάβα. Το έργο του αρχίζει όταν ο Βαρνάβας συνδέθηκε στενά και συνεργάστηκε επί χρόνια με τον απόστολο Παύλο από την Ταρσό. Το Άγιο Πνεύμα είπε στους Αποστόλους να ξεχωρίσουν τον Παύλο και τον Βαρνάβα για να τους δώσει αποστολή να διδάξουν στον κόσμο. Έτσι ο Βαρνάβας ακολούθησε τον Παύλο στις περιοδείες του, αν και μετά από κάποιο σημείο χώρισαν μετά από «ζωηρή διαφωνία» οπόταν και ο Παύλος συνέχισε την περιοδεία του έχοντας μαζί του τον ευαγγελιστή Λουκά, ενώ ο Βαρνάβας έμεινε στην Κύπρο μαζί με τον Μάρκο όπου οργάνωσαν την εκεί εκκλησία  (Πράξεις κεφ. 15).
Στον Απόστολο Βαρνάβα γίνεται λόγος στις Πράξεις των Αποστόλων από τον Ευαγγελιστή Λουκά, κυρίως στα κεφάλαια 4, 13 και 15.
Διάφορα συγγράμματα κυκλοφόρησαν με το όνομα του αποστόλου Βαρνάβα. Το σημαντικότερο από αυτά είναι η λεγόμενη Επιστολή Βαρνάβα η οποία όμως είναι ψευδεπίγραφη και δεν ανήκει στον απόστολο.
Δεν πρέπει να μείνει αμνημόνευτο και το λεγόμενο Ευαγγέλιο του Βαρνάβα, αρκετά γνωστό στο μουσουλμανικό κόσμο ως αυθεντική πηγή περί του Ιησού. Αν και το κείμενο, σύμφωνα με ποικίλες απόψεις της βιβλιογραφίας, έχει δημιουργηθεί σε κάποια χρονική περίοδο ανάμεσα στον 13ο και τον 16ο αιώνα από άγνωστο εξισλαμισθέντα χριστιανό (Antes Peter, 'Μεγάλοι Ιδρυτές Θρησκειών', Παπαδήμας, Αθήνα 1995, σελ. 177).
Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων.
Η Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων είναι ένα πρωτοχριστιανικό κείμενο. Η χρονολόγηση της συγγραφής του ποικίλλει μεταξύ  των ερευνητών από το 70 έως και τον 3 αιώνα.
Υπάρχει η άποψη πως το όνομα που δόθηκε στο βιβλίο στην προσπάθεια να του αποδοθεί αποστολική προέλευση και συγγραφή το καθιστά ψευδεπίγραφο. Από την άλλη μεριά, θεωρείται πως το όνομα χρησιμοποιήθηκε υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει τις διδαχές και την σύνοψη των διευθετήσεων των δώδεκα όπως παρουσιάστηκαν από των τρίτο και τέταρτο κύκλο των αποστόλων (Σίλας, Τιμόθεος, Τίτος κ.α.)  (Οι Αποστολικοί Πατέρες: Πλήρης Οδηγός Μελέτης -Dux Completus Studii. Εκδόσεις ΟΡΟΣ, Αθήνα 2007, σελ. 88, 91). Το σίγουρο είναι ότι έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης από την αρχαία Εκκλησία.
Πιστεύεται ότι η συγγραφή του έγινε στην περιοχή της Συρίας και της Παλαιστίνης, ενώ πιθανοί τόποι θεωρούνται και η Αίγυπτος αλλά και η Μικρά Ασία. Το κείμενο αυτό μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα εγχειρίδιο της χριστιανικής διδασκαλίας, ένας σύντομος πρακτικός οδηγός για τη διαπαιδαγώγηση των πρώτων χριστιανών και κυρίως των κατηχούμενων. Συνήθως συμπεριλαμβάνεται στο σύνολο των συγγραμμάτων που συνεγράφησαν από τους αποκαλούμενους «Αποστολικούς Πατέρες».
Η Διδαχή θεωρείται ότι αποτελεί σύνθεση ενός Ιουδαϊκού έργου ονόματι Οι Δύο Οδοί (Σύμφωνα με την Jewish Encyclopedia, οι Δύο Οδοί ήταν αρχικά ένα εγχειρίδιο οδηγιών για την εισδοχή προσήλυτων στη Συναγωγή, το οποίο αργότερα μετατράπηκε σε χριστιανικό εγχειρίδιο και αποδόθηκε στον Ιησού και τους Αποστόλους ) και άλλων βιβλίων της Αγίας Γραφής. Προφανώς το πρωτότυπο έργο Οι Δύο Οδοί είχε ευρύτερη κυκλοφορία μεταξύ των Χριστιανών απ' ό,τι η Διδαχή. Η Διδαχή διατείνεται ότι καταγράφει τη διδασκαλία των Αποστόλων προς τους Εθνικούς. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την βραχυλογία και την γενική εναρμόνιση του με την αποστολική παράδοση είχε ως αποτέλεσμα να χαίρει η Διδαχή ιδιαίτερης εκτίμησης κατά την πρώιμη περίοδο. Ο Κλήμης Αλεξανδρείας και ο Ωριγένης κάνουν χρήση της Διδαχής θεωρώντας την μέρος της Αγίας Γραφής, άποψη που συνέχισε να υφίσταται στην Αίγυπτο. Παρόμοια είναι και η χρήση της στο έργο Αποστολικές Διαταγές, το οποίο συντάχθηκε κατά τον 3ο ή 4ο αιώνα στην Αντιόχεια της Συρίας. Αντίθετα, ο Ευσέβιος κατατάσσει σαφώς τη Διδαχή στα νόθα έργα.  «ν τος νόθοις κατατετάχθω [...] κα τν ποστόλων α λεγόμεναι Διδαχα». (Ευσέβιος Καισαρείας, Εκκλησιαστική Ιστορία 3.25.4), ενώ ο Αθανάσιος αναφέρει ότι βρίσκεται ανάμεσα στα «παραγεγραμμένα κα νόθα κα πόβλητα» έργα και ότι «οδν τούτων, τν ποκρύφων μάλιστα, γκριτον πωφελς» (Σύνοψις Επίτομος της Θείας Γραφής 28.432. Βλέπε επίσης Ιωάννη Δ. Καραβιδόπουλου, Απόκρυφα Χριστιανικά Κείμενα, Τόμ. 1ος, Θεσσαλονίκη 1999, εκδόσεις Πουρναρά, «Εισαγωγικά περί των Αποκρύφων» ).
Το κείμενο της Διδαχής ήταν άγνωστο μέχρι το 1873 οπότε ανακαλύφθηκε από τον μητροπολίτη Νικομηδείας Φιλόθεο Βρυέννιο (1833-1917) στον υπ' αριθμ. 54 Κώδικα του Μετοχίου του Παναγίου Τάφου στην Κωνσταντινούπολη  (Εκδόθηκε από τον Βρυέννιο με τον τίτλο: Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων, Κωνσταντινούπολις 1883. Σήμερα βρίσκεται στην Πατριαρχική Βιβλιοθήκη των Ιεροσολύμων ) και χρονολογείται στο 1056.
Ο τρόπος έκφρασης της Διδαχής δεν προσπαθεί να εισάγει κάτι καινούριο. Είναι σύντομη και κατηγορηματική, θεωρώντας πολλά στοιχεία γνωστά και δεδομένα. Παρά το σαφή ιουδαϊκό χαρακτήρα της Διδαχής, το κείμενο δεν παρουσιάζει καμία έντονη πολεμική τάση και δεν αντιμετωπίζει ως οξύ το πρόβλημα των σχέσεων του Χριστιανισμού με τον Ιουδαϊσμό ή του ιουδαιοχριστιανισμού προς τον χριστιανισμό του Παύλου. Το κείμενο φανερώνει μια εκκλησία με ευρύτερο προσανατολισμό, αλλά και με πολύ έντονη ιουδαϊκή κληρονομιά στην παράδοση της.
Η Διδαχή αποτελείται από 16 σύντομα κεφάλαια και χωρίζεται σε δύο διαφορετικά μέρη με χαλαρή σύνδεση.
1.      Το πρώτο (1-6), περιλαμβάνει κυρίως την εκχριστιανισμένη διδασκαλία των δύο οδών (της ζωής και του θανάτου). Την κατήχηση αυτή, οι πρώτοι ερευνητές τη συσχέτιζαν με την κατήχηση των προσήλυτων στην ιουδαϊκή Συναγωγή, ενώ οι σύγχρονοι με την περί Δύο Οδών διδασκαλία του Εγχειριδίου Πειθαρχίας της κοινότητας των Εσσαίων. Αξιοσημείωτες είναι οι αναφορές στην καταδίκη της παιδοφιλίας και της έκτρωσης. (Διδαχή 2:2)
2.      Το δεύτερο περιλαμβάνει οδηγίες περί βαφτίσματος, νηστείας και Ευχαριστίας (7-10), αλλά και οδηγίες (11-15) για το πώς να διακρίνουν οι πιστοί τους αληθινούς προφήτες από τους ψευδοπροφήτες που αποβλέπουν σε οικονομικά οφέλη. Το κεφ. 16 αναφέρεται στα γεγονότα που θα συμβούν στις «τελευταίες ημέρες».
Είναι αξιοσημείωτο το δεύτερο μέρος της Διδαχής, όπου γίνεται φανερό ότι η Εκκλησία μαστιζόταν από ψευδοπροφήτες και χρειαζόταν κριτήρια για να τους διακρίνει από τους αληθινούς. Είναι σημαντικό ότι το κείμενο μας δείχνει πως με την εντολή περί χειροτονίας επισκόπων η Εκκλησία περνούσε από την εποχή των αποστόλων και των χαρισματούχων, στην εποχή των μονίμων ποιμένων της.
Η δομή του κειμένου είναι η εξής:
Οι δύο οδοί: Η οδός της ζωής και η οδός του θανάτου (κεφ. 1-5), Συμπέρασμα (κεφ. 6)
Για το βάφτισμα (κεφ. 7)
Για τις ημέρες της νηστείας και της προσευχής (κεφ. 8)
Για την Ευχαριστία (κεφ. 9-10)
Για τους αποστόλους τους προφήτες και τους ψευδοπροφήτες (κεφ. 11-13)
Για τη λατρεία της ημέρας του Κυρίου (κεφ. 14)
Για τους επισκόπους και τους διακόνους (κεφ. 15)
Για την αγρύπνια και τα γεγονότα που θα συμβούν στις τελευταίες ημέρες (κεφ. 16)
Εκτός των άλλων, το κείμενο της Διδαχής έχει εξαιρετική σημασία και για την ιστορία της λειτουργικής εκκλησιαστικής ποιήσεως, καθώς σώζει έμμετρους ύμνους που ήταν σε λειτουργική χρήση.
Ιγνάτιος Αντιοχείας.
Ο Ιγνάτιος Αντιοχείας, γνωστός και ως Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, (περ. 50 - μεταξύ 98-117) είναι ο δεύτερος επίσκοπος Αντιοχείας, διάδοχος του Ευοδίου.
Γεννήθηκε στη Συρία. Στις επιστολές του αυτοαποκαλείται και Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, ενώ κατά το μαρτύριό του ονομάζεται ως «τον Χριστόν έχων εν στέρνοις», προφανώς λόγω της αφοσίωσής του σ' Αυτόν που ηταν παντα πιστοσ και κα8ενικτα προσευχοταν. Κατά τον Συμεώνα τον μεταφραστή, συγγραφέα του 10ου αιώνα και άλλους μεταγενέστερους, ονομάσθηκε έτσι διότι αυτός ήταν πιθανώς το παιδί το οποίον έστησε εν μέσω των μαθητών του ο Ιησούς Χριστός: «Εν εκείνη τη ώρα προσήλθον οι μαθηταί τω Ιησού λέγοντες: τις άρα μείζων εστίν εν τη Βασιλεία των ουρανών; Και προσκαλεσάμενος ο Ιησούς παιδίον, έστησεν αυτό εν μέσω αυτών και είπεν: αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία, ου μη εισέλθητε εις την Βασιλείαν των ουρανών. Όστις εστιν ο μείζων εν τη Βασιλεία τω ουρανών. Και ός εάν δέξητε παιδίον τοιούτον εν επί τω ονόματί μου, εμέ δέχεσθαι (Ματθαίος 18/ιη: 2,3 ).
Η περίοδος της επισκοπής του άρχισε περίπου το 70 και άκμασε κατά τα τέλη του πρώτου αιώνα, με αρχές δευτέρου (Ευσεβίου Εκκλ. Ιστ. 3. 22 κ.ά.). Σύμφωνα με μεταγενέστερες πηγές, ο Ιγνάτιος διετέλεσε, μαζί με τον φίλο του Πολύκαρπο Σμύρνης, μαθητής του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου, που αν και από πολλούς αμφισβητείται, σήμερα θεωρείται βέβαιο (Ιερωνύμου Χρονικ. έ. 2116 και μαρτύριον Κολβερτ. 1, 1). Το περιβάλλον που γεννήθηκε και μορφώθηκε, ήταν Ελληνικό, όπως μαρτυρεί το αναπτυγμένο γλωσσικό αισθητήριο των επιστολών του.
Κατά τον διωγμό του Τραϊανού (98-117), μεταφέρθηκε από στρατιωτική συνοδεία από την Αντιόχεια στη Ρώμη «Δεδεμένος δέκα λεοπάρδοις, ό εστι στρατιωτικόν σώμα» (Ιγνατίου προς Ρωμ. 5: 1) ενώ λεοπάρδους αποκαλεί τους στρατιώτες που τον ακολουθούσαν ένεκα της βάναυσης συμπεριφοράς τους. Ο Άγιος Ιγνάτιος τελικώς μαρτύρησε στη Ρώμη, αφού τον έριξαν εν μέσω λεόντων, όπως μαθαίνουμε από το μαθητή του, Ειρηναίο Λουγδούνου (Έλεγχος 5, 28), τον Ωριγένη (Ομ. 6 εις Λουκάν )και τον Ευσέβιο Καισαρείας (Εκκλ. Ιστ. 3, 36). O χρονογράφος Ιωάννης Μαλάλας, κατά τον 6ο αιώνα, ισχυρίστηκε ότι ο Άγιος Ιγνάτιος μαρτύρησε στην Αντιόχεια, κάτι που σήμερα όμως θεωρείται αβάσιμο (Χρονογραφία. 11, Migne P G, vol.97, col. 417)  Σύμφωνα με το (μεταγενέστερο) μαρτυρολόγιό του, δηλαδή το Μαρτυρολόγιο του Ιγνατίου, (7: 1), ο Ιγνάτιος μαρτύρησε την 20ή Δεκεμβρίου του 107. Γι' αυτό και η Ορθόδοξη Εκκλησία τελεί τη μνήμη του σε αυτή την ημερομηνία, ενώ η Καθολική την 1η Φεβρουαρίου.
Ο Ιγνάτιος συνέταξε 7 γνήσιες επιστολές, οι οποίες ήταν:
Προς Εφεσίους
Προς Μαγνησιείς
Προς Τραλλιανούς
Προς Ρωμαίους
Προς Φιλαδελφείς
Προς Σμυρναίους
Προς Πολύκαρπον
Οι 6 από τις 7 Γνήσιες αυτές επιστολές του Ιγνατίου, έχουν ως κύριο στόχο:
Την ομόνοια μεταξύ των πιστών [«Χρήσιμον ουν εστιν υμάς εν αμώμω ενότητι είναι, ίνα και Θεού πάντοτε μετέχετε» (Προς Εφεσ. 4, 1), κλπ]
Την υπακοή στον Επίσκοπο, ως το κέντρο της Εκκλησιαστικής εν Χριστώ ζωής και ενότητας της Εκκλησίας, καθώς και τον σεβασμό στο Πρεσβυτέριο και τους Διακόνους.
Αποφυγή των ετεροδοξιών, και
Εμμονή στην αρετή και την πίστη.
Η προς Ρωμαίους επιστολή συντάχθηκε με σκοπό να πείσει τους Χριστιανούς της Ρώμης να μη αποπειραθούν να προβούν σε ενέργειες για τη διάσωσή του από το μαρτύριο, επειδή επιθυμούσε το ταχύτερο, να επιτύχει δια του μαρτυρικού θανάτου του, την τελείωση. Η επιστολή αυτή έχει διαφορετική θεματολογία και του ύφος, λόγω των ειδικών συγκινησιακών συνθηκών κάτω από τις οποίες γράφτηκε. Η προς Ρωμαίους ανευρέθηκε στον κώδικα Paris. gr. 1475 του 10ου αιώνα.
Οι πληροφορίες για το βίο του Ιγνατίου που σήμερα διασώζονται είναι ελάχιστες και κατά βάση προέρχονται από τις επιστολές του. Η σημαντικότητα των επιστολών του όμως είναι σπουδαία διότι μέσα από την επιστολογραφία του, διακρίνουμε τη σαφή αποστολική διαδοχή από τον Προφήτη στον επίσκοπο, που από την προτεσταντική θεολογία αμφισβητείται, ώστε να εκφραστεί είτε το φαινόμενο της έκπτωτης εκκλησίας, είτε το φαινόμενο μιας εκκλησίας, χωρίς ιερατείο, καθώς καθαυτές τις ομολογίες ο Χριστός ουδέποτε παρέδωσε ιερατείο και σίγουρα οι απόστολοι ποτέ δεν έδωσαν το ιερατικό χρίσμα στους προφήτες μια ιερατική ομάδα, που αποτέλεσε διάδοχο των αποστόλων και πρόγονο των επισκόπων. Η έννοια προφήτης στηρίχθηκε καθαυτούς σε διάφορα επιχειρήματα, πως αντιστοιχεί μόνο προς το χάρισμα. Ο Ιγνάτιος όμως, φορέας της αποστολικής διδαχής, μέσω των επιστολών, σαφώς επιβεβαιώνει το κύρος της αποστολικής διαδοχής μέσα από τις επιστολές του, μια διαδοχή, η οποία ήδη έχει αρχίσει να διαφαίνεται προοδευτικά τόσο από την επιστολή Κλήμεντα Ρώμης, ο οποίος απαριθμεί ως επισκοπή το προφητικό αξίωμα, δηλαδή έχουμε μια πρώτη διαδοχή των όρων, αλλά και στον Ποιμένα του Ερμά, που παρατηρείται επίσης αντικατάσταση των όρων.
Οι επιστολές είναι επίσης σημαντικές, διότι συγκρινόμενες με άλλα αρχαιότερα πρωτοχριστιανικά συγγράμματα, μας δείχνουν περίπου το χρονικό σημείο, στο οποίο είχε εκκινήσει η μετάβαση από την ηγεσία των Αποστόλων και Προφητών, προς τους Επισκόπους, μια και λίγα μόλις χρόνια νωρίτερα, όπως εξάγεται από το πρωτοχριστιανικό Σύγγραμμα της Διδαχής των 12 Αποστόλων, λειτουργούσε ακόμα σε εκτεταμένη έκταση ο θεσμός των Προφητών, που ήταν και οι άμεσοι διάδοχοι των Αποστόλων. Από τον Άγιο Ιγνάτιο διασώζονται 7 γνήσιες συνοπτικές επιστολές. Οι επιστολές αυτές διασώζονται σε δύο μορφές, μια συνοπτική και μια πιο μακροσκελή, που όμως αξιολογείται σήμερα πως είναι ψευδεπίγραφη, μεταξύ 2ου και 4ου αιώνα. Πιθανότερος πλαστογράφος φέρεται ο Νεοαρειανός Ιουλιανός, υπεύθυνος και για πλαστογράφηση πολλών άλλων πρωτοχριστιανικών κειμένων. Οι πρώτες τέσσερις επιστολές παραδόθηκαν από τον ίδιο στη Σμύρνη κατά τη σύλληψή του στην Αντιόχεια, ενώ άλλες τρεις όταν έληξε ο διωγμός και βρισκόταν στην Τρωάδα. Από εκεί μεταφέρθηκε από το Δυρράχιο πιθανότατα, δια θαλάσσης, στο Βρινδήσιο, και από εκεί πεζός ως τη Ρώμη, όπου και μαρτύρησε.
Οι 7 γνήσιες επιστολές του Ιγνατίου, σήμερα αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα σημεία τριβής στην παγκόσμια θεολογική κοινότητα, διότι η ύπαρξή τους αναιρεί πολλές προτεσταντικές ομολογίες, οι οποίες αρνούνται την επισκοπική ως γνήσια αποστολική διαδοχή. Έτσι πολλοί θεολόγοι διαφωνούν για τη γνησιότητα των συνοπτικών συγγραμμάτων, αν και υπάρχουν σήμερα στοιχεία που καταδεικνύουν ως επικρατέστερη άποψη τη γνησιότητά τους. Εκτός από τις γνήσιες 7 Συνοπτικές επιστολές του Ιγνατίου, υπάρχει και η Βραχεία Παραλλαγή, αλλά και η Λατινική παραλλαγή των εκτενών επιστολών, μαζί με μερικές ακόμα πλαστές με αποτέλεσμα ορισμένοι θεολόγοι να αμφισβητούν πέραν των νοθευμένων και τις γνήσιες επιστολές. Η Βραχεία παραλλαγή περιλαμβάνει στη Συριακή τρεις μόνο επιστολές, και μάλιστα σε επιτομή, τις: Προς Εφεσίους, Προς Ρωμαίους και Προς Πολύκαρπον. Επίσης η Προς Ρωμαίους υπάρχει και με άλλη μορφή, στην Αραβική, ενώ η Λατινική παραλλαγή περιλαμβάνει τέσσερις άλλες επιστολές: Θεοτόκου Προς Ιγνάτιον, Ιγνατίου Προς Θεοτόκον και Προς Ιωάννην Α' και Β', μαζί με τις 12 της μικτής παραλλαγής, πλην της Προς Φιλιππησίους.
Υπάρχουν όμως και επιχειρήματα τα οποία καταδεικνύουν πως οι συνοπτικές επιστολές του Αγίου Ιγνατίου, με ισχυρά επιχειρήματα είναι οι γνήσιες. Εν αρχή πρέπει να τονιστεί ότι η συντομότερη μορφή των επιστολών του Αγίου Ιγνατίου παρατίθεται σε επιστολές σε συγγράμματα Χριστιανών του 2ου και 3ου αιώνα, κάτι που δεικνύει πως οι επιστολές του ήταν υπαρκτές και γνωστές. Χαρακτηριστικό είναι πως ο Ειρηναίος και άλλοι Εκκλησιαστικοί συγγραφείς, αναφέρονται αυτολεξεί σχεδόν, σε εδάφια των επιστολών αυτών, όπως υπάρχουν στη Συνοπτική μορφή των 7 γνησίων επιστολών. Σε αυτό συνηγορεί και η διασωθείσα Αρμενική μετάφραση, αλλά και τα διασωθέντα αποσπάσματα Συριακής και Κοπτικής μεταφράσεως, που συμφωνούν απόλυτα με τις επιστολές αυτές.
Έτσι παρατηρούμε πως:
1.      Πολύκαρπος Επίσκοπος Σμύρνης (Κεφ. ιγ) «τας επιστολάς Ιγνατίου... επέμψαμεν υμίν... εξ ων μεγάλα ωφεληθήναι δυνήσεσθε. Περιέχουσι γαρ πίστιν και υπομονήν και πάσαν οικοδομήν, την εις τον Κύριον ημών ανήκουσαν».
2.      Ειρηναίος Επίσκοπος Λυών (130 - 202 μ.Χ.): Έλεγχος 28, 4 και μέσω Ευσεβίου Εκκλησιαστική Ιστορία 3, 36. Παράβαλε με Ιγνατίου προς Ρωμαίους 4, 1.
3.      Ωριγένης (182 - 254 μ.Χ.): Περί Προσευχής 20 (Παράβαλε με Ιγνατίου προς Ρωμ. 3, 3). Ερμηνεία εις άσμα προλεγόμενα. (Παράβαλε με Ιγνατίου προς Ρωμαίους 7, 2). Ομιλία εις Λουκάν (Παράβαλλε Ιγνατίου προς Εφεσίους 19, 1)
4.      Θεοδώρητος Κύρου (393 - 457) Harnack Gesch. d. altchr. Lit. 1. Leipzig 1893, σελ. 79 - 86.
Με τις εργασίες των Zahn, Funk, Lightfoot και Harnack κατά τα τέλη του 19ου αιώνος, οι οποίοι ακολούθησαν την γραμμή την οποία είχε δείξει δύο αιώνες πριν ο Pearson, κατοχυρώθηκε η γνησιότητα των επτά συντόμων επιστολών της μικτής παραλλαγής, δηλαδή, των Εφεσίους, Τραλλιανούς, Μαγνησιείς, Ρωμαίους, Φιλαδελφείς, Σμυρναίους και Πολύκαρπον.
Ερευνητές όμως διατύπωσαν διάφορες απόψεις επί του θέματος. Ο Ρενάν δέχεται ως γνήσια μόνο την Προς Ρωμαίους, απορρίπτοντας τις άλλες λόγω της διαφοράς ύφους, διαθέσεως και θέματος, σαν να είναι υποχρεωμένος κάθε συγγραφέας να γράφει μόνο για ένα θέμα και μόνο με μία διάθεση (Les Evangiles et la seconde generation chretienne, Paris 1877, σελ. Χ και εξής)  Ο Βόλτερ, ακολουθώντας τον Μαλάλα σχετικά με την εκτέλεση του μαρτυρίου του Ιγνατίου στην Αντιόχεια, ισχυρίζεται πως ο Ιγνάτιος δεν πήγε ποτέ στη Ρώμη, και αρνείται πως έγραψε οποιεσδήποτε επιστολές, προβάλλοντας την εντελώς απίθανη γνώμη ότι τις επιστολές αυτές τις έγραψε ο φανταστικός Περεγρίνος του Λουκιανού (Die ignatianischen Briefe auf ihren Ursprung untersucht, Tuebingen 1892). Ο Weijenborg αρνείται επίσης την υπό του Ιγνατίου σύνταξη των επιστολών, και τοποθετεί τις επιστολές που είναι στο όνομά του – και της εκτενούς και της μικτής παραλλαγής – στην περίοδο μετά το 360, προτείνοντας τον Ευάγριο Αντιοχείας ως τον πιθανό συγγραφέα. Παρακάμπτει όμως το γεγονός το ότι ο Ευσέβιος Καισαρείας είχε παραθέσει ολόκληρο κεφάλαιο της Προς Ρωμαίους επιστολής του Ιγνατίου στην Εκκλησιαστική Ιστορία του (Εκκλ. Ιστορία 3, 36), όπου παρατίθεται το κεφ.5 της Προς Ρωμαίους επιστολής του Ιγνατίου, αποδίδοντας και το έργο του Ευσεβίου σε νοθευτή που εργάσθηκε μετά το 360.
Συνεχίζεται.
Πάπας Κλήμης Α΄
Πολύκαρπος Σμύρνης.
Παπίας Ιεραπόλεως.
Εδώ τελειώνουν οι Πατέρες του 1ου μ. Χ. αιώνα και συνεχίζουμε για τους Πατέρες του 2ου μ. Χ. αιώνα.